επικούρησις

επικούρησις
ἐπικούρησις, ἡ (Α) [επικουρώ]
1. βοήθεια, προστασία
2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.
β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικούρησις — succour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσει — ἐπικούρησις succour fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικουρήσεϊ , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) ἐπικούρησις succour fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσεις — ἐπικούρησις succour fem nom/voc pl (attic epic) ἐπικούρησις succour fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσιος — ἐπικούρησις succour fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούρησιν — ἐπικούρησις succour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικούρησιν — ἐπικούρησιν , ἐπικούρησις succour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσεως — ἐπικουρήσεω̆ς , ἐπικούρησις succour fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσῃ — ἐπικουρήσηι , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”