- επικούρησις
- ἐπικούρησις, ἡ (Α) [επικουρώ]1. βοήθεια, προστασία2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.